- Λέτσε
- (Lecce). Πόλη (83.237 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.759 τ. χλμ., 785.969 κάτ., στο διοικητικό διαμέρισμα της Απουλίας. Βρίσκεται στη χερσόνησο Σαλέντο, Α του Τάραντα. Είναι σημαντικό αγροτοβιομηχανικό κέντρο και οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος. Διαθέτει καπνοβιομηχανίες, εργοστάσια παραγωγής κεραμικών ειδών, γυαλιού, επίπλων, πεπιεσμένου χαρτιού και παιχνιδιών, καθώς και οινοποιεία. Το Λ. οφείλει τη χαρακτηριστική του όψη στα πολυάριθμα και πανέμορφα μπαρόκ κτίρια (χάρη στα οποία αποκαλείται Φλωρεντία του μπαρόκ, αλλά και Αθήνα της Απουλίας), κατασκευασμένα με τοπικά οικοδομικά υλικά, κυρίως με τη λεγόμενη πέτρα του Λ., η οποία είναι πολύ εύκολη στην κατεργασία. Ανάμεσα στα πάρα πολλά αξιοθέατα μνημεία της πόλης συγκαταλέγονται η εκκλησία της Παναγίας των Χαρίτων (16ος αι.), το ανάκτορο Σέντιλε (1592), η εκκλησία του Ιησού (1575), το δημαρχιακό μέγαρο (Palazzo della Prefettura), η βασιλική του Αγίου Σταυρού κ.ά., όλα ρυθμού μπαρόκ. Η πόλη διαθέτει πανεπιστήμιο, το οποίο ιδρύθηκε το 1959. Ιστορία. Το Λ. ήταν αρχικά ελληνική αποικία και αργότερα αποτέλεσε ρωμαϊκό οικισμό ο οποίος εξελίχθηκε σε πόλη την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου. Τη διεκδικούσαν επί αιώνες Βυζαντινοί, Λομβαρδοί και Άραβες. Το 983 πέρασε τελικά στην κυριαρχία των Βυζαντινών, οι οποίοι τη μετέτρεψαν σε σημαντικό πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο. Από τους Βυζαντινούς την απέσπασαν οι Νορμανδοί (11ος αι.) και αργότερα έγινε έδρα φέουδου. Το 1463 η πόλη περιήλθε στο βασίλειο της Νάπολης, το οποίο διοικούσαν Ισπανοί από τον οίκο της Αραγονίας. Την περιτείχισε ο δούκας της Αθήνας, σε μια εποχή που εξακολουθούσε να είναι κέντρο Ελλήνων εμπόρων. Τον 16o αι. ο Ισπανοί τη μετέτρεψαν σε οχυρό, αλλά το 1647 αντιμετώπισαν λαϊκή εξέγερση. Το 1848, οι φιλελεύθεροι του Λ. εγκαθίδρυσαν τοπική κυβέρνηση. Από τότε η πόλη ακολούθησε την κοινή τύχη των πόλεων της Ιταλίας.
Dictionary of Greek. 2013.